υπερπαραγωγή

υπερπαραγωγή
η перепроизводство;

κρίση υπερπαραγωγής — кризис перепроизводства


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπερπαραγωγή" в других словарях:

  • υπερπαραγωγή — η, Ν 1. (οικον.) η παραγωγή προϊόντων σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες ή τις προβλεπόμενες·2. θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο, συνήθως ιστορικό ή επιστημονικής φαντασίας, με πλούσια και επιβλητικά σκηνικά και ενδύματα, με …   Dictionary of Greek

  • υπερπαραγωγή — η παραγωγή βιομηχανικών ή γεωργικών προϊόντων, που υπερβαίνει κάθε πρόβλεψη ή ανάγκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • καταπλημμύριση — και καταπλημμύρηση, η 1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός 2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού 3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις …   Dictionary of Greek

  • λίπωμα — Καλοήθες νεόπλασμα που οφείλεται σε υπερπαραγωγή ώριμου λιπώδους ιστού· όταν συνυπάρχει και μη λιπώδης συνδετικός ιστός ονομάζεται ινολίπωμα. Συναντάται συχνά σε ενήλικους ανθρώπους και σπανιότερα σε κατοικίδια ζώα. Μπορεί να περιβάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… …   Dictionary of Greek

  • μηνιγγίτιδα — η [μήνιγξ] ιατρ. βαρύτατη νόσος η οποία συνίσταται σε οξεία ή υποξεία φλεγμονή τών μηνίγγων και σε υπερπαραγωγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρία — η, Ν ιατρ. 1. ομάδα νόσων οι οποίες χαρακτηρίζονται από σημαντικά αυξημένη παραγωγή και απέκκριση πορφυρινών ή μιας από τις πρόδρομες μορφές τους 2. φρ. α) «ερυθροποιητικές πορφυρίες» κατηγορία πορφυριών στην οποία η υπερπαραγωγή πορφυρινών… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»